πανέξαλλος

πανέξαλλος
παν-έξ-αλλος, ganz verschieden

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανέξαλλος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) διαφορετικός σε όλα, τελείως διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔξαλλος «ασυνήθιστος, διαφορετικός»] …   Dictionary of Greek

  • πανέξαλλον — πανέξαλλος quite different masc/fem acc sg πανέξαλλος quite different neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”